- σκάνταλο
- το, Ν1. βλ. σκάνδαλο2. ο σκάνταλος.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. με τη δεύτερη σημ. < σκάνταλος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκάνταλο — το βλ. σκάνδαλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκάνδαλο — Ημιορεινός οικισμός(222 κάτ., υψόμ. 160 μ.), στην επαρχία Σουλίου του νομού Θεσπρωτίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (27 τ. χλμ., 578 κάτ.), στην οποία ανήκουν και τα χωριά Μανδρότοπος (172 κάτ., υψόμ. 40 μ.) και Αγορά (184 κάτ., υψόμ. 220… … Dictionary of Greek
σκάνταλος — ο / σκάνδαλος, ΝΑ νεοελλ. (κυρίως) παιδί που προκαλεί φασαρία, που δίνει αφορμές φιλονικίας ή ενόχλησης, πολύ ζωηρό, ταραξίας αρχ. (κατά τον Ησύχ.) εμπόδιο, κώλυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκάνδαλον / σκάνταλο, με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
σκανδαλίζω — ΝΜΑ, και σκανταλίζω Ν [σκάνδαλον / σκάνταλο] βάζω κάποιον σε πειρασμό, διεγείρω σε κάποιον την επιθυμία για κακές ή πονηρές και, κυρίως, για ερωτικές σκέψεις (εἰ δὲ ὁ ὀφθαλμός σου... σκανδαλίζει σε, ἔξελε αὐτόν», ΚΔ) νεοελλ. 1. προκαλώ την… … Dictionary of Greek
σκανταλιά — και σκανδαλιά, η, Ν [σκάνταλο / σκάνδαλο] πράξη που χαρακτηρίζεται από έλλειψη τάξης ή πειθαρχίας, αταξία, απειθαρχία («τα παιδιά κάνουν πολλές σκανταλιές») … Dictionary of Greek
σκανταλιάρης — και σκανδαλιάρης, α, ικο, Ν 1. αυτός που δημιουργεί σκάνδαλα, που δίνει αφορμές για φιλονικίες 2. (κυρίως για παιδιά) αυτός που κάνει σκανταλιές, που συμπεριφέρεται χωρίς τάξη και πειθαρχία, άτακτος, ζωηρός 3. αυτός που προκαλεί ερωτικά, που… … Dictionary of Greek
σκάνδαλο — σκάνδαλο, το και σκάνταλο, το 1. γεγονός αξιοκατάκριτο που προκαλεί την αγανάκτηση του κοινού: Η υπογραφή αυτής της σύμβασης αποτελεί σκάνδαλο. 2. πράξη ή γεγονός που προκαλεί το κοινό αίσθημα: Αν ξαναπαντρευτείς, θα δημιουργήσεις σκάνδαλο. 3.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρομαχτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που προκαλεί τρόμο, τρομερός: Τρομαχτικό δυστύχημα. 2. μτφ., εκπληκτικός, τεράστιος, απερίγραπτος: Τρομαχτικό σκάνταλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)